- προμνάμων
- -ονος, ὁ, Α(στην Ακαρνανία) ο προϊστάμενος τών μναμόνων, δηλαδή τών υπαλλήλων που είχαν ως έργο τους να κρατούν στη μνήμη τους τα γεγονότα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μνήμων / μνᾱμων «αστικός υπάλληλος, επιστάτης, είδος γραμματέα»].
Dictionary of Greek. 2013.